- εξωγαμία
- ηγάμος μεταξύ ατόμων που δεν ανήκουν στην ίδια οικογένεια, στο ίδιο γένος ή στην ίδια φυλή.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. forismaritagium). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ι. Καρασούτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωγαμία — η γάμος μεταξύ μελών διαφορετικών φυλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek